κρεβατίνα

κρεβατίνα
η
1. ξύλινη ή μεταλλική σχάρα πάνω στην οποία απλώνεται η κληματαριά
2. η κληματαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. -ίνα (πρβλ. κασετ-ίνα, σοκολατ-ίνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρεβατίνα — η κληματαριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεβατινιάζω — [κρεβατίνα] τοποθετώ κλήμα σε κρεβατίνα …   Dictionary of Greek

  • ακρεβάτωτος — η, ο [κρεβατώνω] 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν κρεβατώθηκε, δεν έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι 2. (για αμπέλια) αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν στηρίχθηκε σε κρεβατίνα* …   Dictionary of Greek

  • αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • κρεβαταριά — η 1. καλαμένιο πλέγμα πάνω στο οποίο απλώνονται καρποί για αποξήρανση, η καλαμωτή 2. κρεβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. αριά (πρβλ. κληματ αριά, συκωτ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • περγολιά — και περγουλιά, η κληματαριά, κρεβατίνα …   Dictionary of Greek

  • αναδεντράδα — η κρεβατίνα, περγουλιά: Στον κήπο υπήρχε και μια αναδεντράδα για σκιά το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δράνα — η κληματαριά, κρεβατίνα: Τα στενορύμια του χωριού κι οι αυλές τους με τις δράνες (Πορφύρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”